- κερκέται
- κερκέτηςweight used to steady a ship under sailmasc nom/voc plκερκέτᾱͅ , κερκέτηςweight used to steady a ship under sailmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κερκέται — Κερκέτᾱͅ , Κερκέτης weight used to steady a ship under sail masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
черкес — мн. ы, отсюда черкеска. Др. русск. название этого народа – касогъ, мн. зи (см. касог). Совр. название фигурирует сначала в форме черкасы мн. (Азовск. вз., XVII в.; см. РФВ 56, 148), также др. русск. черкизской черкесский (Позняков, 1558 г., 4),… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μακροπώγων — ο (Α μακροπώγων, ωνος) αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) *… … Dictionary of Greek